- ατόκιος
- ἀτόκιος, -ία, -ον (Α) [ατοκία]αυτός που προκαλεί ατοκία, στειρότητα(το ουδ. και νεοελλ.) ατόκιο, το (Α ἀτόκιον)φάρμακο που προκαλεί ατοκία, στείρωσησκόνη ή αλοιφή που εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και επιφέρει διακοπή της κύησης.
Dictionary of Greek. 2013.